Babysitting - translation to γερμανικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Babysitting - translation to γερμανικά

TEMPORARILY CARING FOR A CHILD
Babysitter; Baby-sitter; Baby sitter; Baby-sitting; Baby-sit; Babysit; Baby sitting; Babysitters; Babysat
  • 1895 painting of a nurse reading to a little girl
  • An episode of ''[[About Safety]]'', a 1970s educational children's show, on the topic of babysitting

Babysitting      
n. babysitting, taking care of a child or children while the parents are temporarily away (usually for a fee)
baby sitter         
n. Babysitter
baby-sit         
als Babysitter dienen; auf Kinder aufpassen

Βικιπαίδεια

Babysitting

Babysitting is temporarily caring for a child. Babysitting can be a paid job for all ages; however, it is best known as a temporary activity for early teenagers who are not yet eligible for employment in the general economy. It provides autonomy from parental control and dispensable income, as well as an introduction to the techniques of childcare. It emerged as a social role for teenagers in the 1920s, and became especially important in suburban America in the 1950s and 1960s, when small children were abundant. It stimulated an outpouring of folk culture in the form of urban legends, pulp novels, and horror films.